Κνιδια

Κνιδια
    Κνιδία
    Κνῐδία
    I
    ион. Κνῐδίη ἥ Книдия (область г. Книда) Her.
    II
    ἥ (sc. θεά) Книдская богиня, т.е. Афродита Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Κνιδια" в других словарях:

  • Κνιδία — Κνιδίᾱ , Κνίδιος of fem nom/voc/acc dual Κνιδίᾱ , Κνίδιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίᾳ — Κνιδίᾱͅ , Κνίδιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνίδια — Κνίδιον of neut nom/voc/acc pl Κνίδιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδία Αφροδίτη — Επίκληση της Αφροδίτης στην Κνίδο της Καρίας και άγαλμα της θεάς, που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης. Το άγαλμα αυτό αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς ως ένα από τα καλύτερα έργα του γλύπτη. Κατά τον Λουκιανό, ο οποίος το είδε, ήταν κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • Κνιδίας — Κνιδίᾱς , Κνίδιος of fem acc pl Κνιδίᾱς , Κνίδιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίαν — Κνιδίᾱν , Κνίδιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Афродита Книдская — Пракситель Афродита Книдская, 350 330 гг. до н. э. Κνίδια Αφροδίτη Πραξιτέλη Лувр …   Википедия

  • κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …   Dictionary of Greek

  • Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα …   Dictionary of Greek

  • Cnidia — CNIDIA, æ, Gr. Κνιδία, ας, ein Beynamen der Venus, unter welchem sie ihren Tempel bey den Knidiern harte, obwohl diese selbst sie nicht Knidia, sondern Eupläa nenneten. Indessen ist gewiß, daß solche Nation diese Göttinn vor andern gar sehr… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»